λεκτικοποιώ

λεκτικοποιώ
διατυπώνω με λέξεις κάτι το εσωτερικευμένο στην ψυχή μου, εκφράζω σε ζώσα γλώσσα κάτι που νιώθω μέσα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξέν. όρου, πρβλ. γαλλ. verbaliser (< verb «ρήμα, λόγος, λέξη»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεκτικοποίηση — η [λεκτικοποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λεκτικοποιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”